- μπολ
- 1) bol2) jatte
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπολ — το άκλ. 1. επιτραπέζιο ημισφαιρικό δοχείο πολλαπλής χρήσεως 2. είδος ποτού από ανάμιξη καμπανίτη με άλλα λευκά κρασιά που προσφέρεται σε ημισφαιρικά κύπελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bol < αγγλ. bowl] … Dictionary of Greek
μπολ — το άκλ. (λ. αγγλ.), οικιακό σκεύος με ημισφαιρικό σχήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπέιζ-μπολ — το (ακλ.) αθλητικό παιχνίδι, πολύ διαδεδομένο στις ΗΠΑ, μεταξύ δύο ομάδων τών οποίων οι παίκτες χτυπούν με ξύλινο ραβδί μια συμπαγή δερμάτινη σφαίρα προς την περιοχή τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. base ball < base «βάση, τέρμα» (< βάση) … Dictionary of Greek
βόλεϊ μπολ ή πετοσφαίριση — (volleyball). Αθλητικό αγώνισμα που παίζεται από δύο ομάδες, οι οποίες για να κερδίσουν πόντο πρέπει να πετάξουν την μπάλα από την άλλη πλευρά του φιλέ, έτσι ώστε αυτή να πέσει στο αντίπαλο γήπεδο αγγίζοντας το έδαφος ή αναγκάζοντας τους παίκτες… … Dictionary of Greek
μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… … Dictionary of Greek
χαντ–μπολ — Άθλημα που μοιάζει με το ποδόσφαιρο, αλλά είναι έτσι προσαρμοσμένο ώστε να παίζεται με τα χέρια. Ο όρος είναι αγγλικός, επικράτησε όμως αντί του ελληνικού χειροσφαίριση. Το γήπεδο και η εστία στην οποία παίζεται έχουν τις ίδιες διαστάσεις, οι… … Dictionary of Greek
μπάσκετ μπολ — το άκλ. (λ. αγγλ.), η καλαθόσφαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
πετόσφαιρα — Ελληνική απόδοση του αγγλικού όρου βόλεϊ μπολ. * * * η, Ν η μπάλα τού βόλεϋ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετώ + σφαίρα] … Dictionary of Greek
σετ — I (Sete). Πόλη της Ν. Γαλλίας και λιμάνι στον κόλπο του Λέοντα (50 000 κάτ.). Ανήκει στο νομό Ερώ (Heraut) και απέχει 25 χιλ. από το Μονπελιέ. Το λιμάνι της είναι το δεύτερο, μετά τη Μασαλία, σε εμπορική σημασία στη Μεσόγειο για τη Γαλλία.… … Dictionary of Greek